βιοτικό δυναμικό

βιοτικό δυναμικό
Ο ρυθμός αύξησης ενός πληθυσμού οργανισμών. Θεωρητικά, όταν υπάρχουν όλες οι κατάλληλες προϋποθέσεις (αρκετή τροφή και χώρος), ο πληθυσμός ενός είδους αυξάνεται εκθετικά στον χρόνο σύμφωνα με την αντίδραση r = dN/N dt, στην οποία το r παριστά το β.δ., το Ν το μέγεθος του πληθυσμού και το dN την αύξησή του σε χρονικό διάστημα dt. Ο πραγματικός ρυθμός αύξησης των πληθυσμών διαφέρει όμως αρκετά από αυτόν που υπολογίζεται με την παραπάνω εξίσωση, γιατί στη φύση είναι πρακτικά αδύνατον να διατηρούνται συνεχώς σταθερές όλες οι κατάλληλες προϋποθέσεις που ευνοούν τον πολλαπλασιασμό. Για παράδειγμα, η αρχική εκθετική αύξηση του ρυθμού των ατόμων μειώνει όλο και περισσότερο τον διαθέσιμο χώρο καθώς και τα αποθέματα της τροφής, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό. Έτσι, η τελική καμπύλη που εκφράζει τις μεταβολές του πληθυσμού διαφέρει από τη θεωρητική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιοτικός — ή, ό (AM βιοτικός, ή, όν) [βίοτος ή βιοτή] 1. ο σχετικός με τις ανθρώπινες φροντίδες για τις υλικές ανάγκες της ζωής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα βιοτικά α) τα υλικά αγαθά που είναι αναγκαία για τη ζωή β) τα εγκόσμια, σε αντίθεση με την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”